-
1 φλογίδιον
φλογίδιον, τό, dim. von φλογίς, Hesych., der erklärt αἱ κεγχρίδες δι' ἐλαίου σκευαζόμεναι.
-
2 φλογίδιον
φλογ-ίδιον, τό, in pl.,A = αἱ κεγχρίδες δι' ἐλαίου σκευαζόμεναι, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλογίδιον
См. также в других словарях:
φλογίδιον — τὸ, Α [φλόξ, φλογός] (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. τὰ φλογίδια «αἱ κεγχρίδες δι ἐλαίου σκευαζόμεναι» … Dictionary of Greek